- γρυπός
- -ή, -όκυρτός, γαμψός: Ο αετός έχει γρυπά νύχια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γρυπός — ή, ό (ΑΜ γρυπός, ή, όν) 1. κυρτός, γαμψός 2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει κυρτή μύτη αρχ. (ουδ. ως ουσ.) το γρυπόν η γρυπότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εάν θεωρηθεί ως πρωταρχικός ο τ. γρυπός, τότε το γρυψ θα είναι παραγωγό του, σχηματισμένο αναλογικά προς… … Dictionary of Greek
γρυπός — γρῡπός , γρύψ griffin masc gen sg γρῡπός , γρυπός hook nosed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρύπος — ο ο γρίπος* … Dictionary of Greek
γρυψ — (γρυπός), ο και γρύφονας και γρύφος (AM γρύψ, Μ και γρύψος) 1. μυθικό ζώο με στόμα λιονταριού και κεφάλι και φτερά αετού 2. γυπαετός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γρυπός] … Dictionary of Greek
γρυπώνω — [γρυπός] 1. συλλαμβάνω κάτι με αγκιστρωτό όργανο 2. γραπώνω … Dictionary of Greek
γρυπά — γρυπά̱ , γρυπή vulture s nests fem nom/voc/acc dual γρυπά̱ , γρυπή vulture s nests fem nom/voc sg (doric aeolic) γρῡπά , γρυπός hook nosed neut nom/voc/acc pl γρῡπά̱ , γρυπός hook nosed fem nom/voc/acc dual γρῡπά̱ , γρυπός hook nosed fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρυπολέων — ο (Μ) 1. φανταστικό ζώο με χαρακτηριστικά γνωρίσματα λιονταριού και γρυπός 2. ύφασμα στολισμένο με γρυπολέοντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γρυψ (γρυπός) + λέων] … Dictionary of Greek
γρυπόναγρος — γρυπόναγρος, ο (Μ) φανταστικό ζώο με χαρακτηριστικά γρυπός και όνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γρυψ (γρυπός) + όναγρος] … Dictionary of Greek
Αντίοχος — I Όνομα βασιλιάδων της Συρίας, από το γένος των Σελευκιδών. 1. Α. Α’ ο Σωτήρ (325/4 – 262/1 π.Χ.). Γιος του Σέλευκου και της Απάμας. Το 294 τον διόρισε o πατέρας του συμβασιλέα και διοικητή των σατραπειών που βρίσκονταν πέρα από τον Ευφράτη. Μετά … Dictionary of Greek
γρυπῶν — γρῡπῶν , γρύψ griffin masc gen pl γρυπή vulture s nests fem gen pl γρῡπῶν , γρυπός hook nosed fem gen pl γρῡπῶν , γρυπός hook nosed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)